παραβάπτω

From LSJ
Revision as of 13:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβάπτω Medium diacritics: παραβάπτω Low diacritics: παραβάπτω Capitals: ΠΑΡΑΒΑΠΤΩ
Transliteration A: parabáptō Transliteration B: parabaptō Transliteration C: paravapto Beta Code: paraba/ptw

English (LSJ)

A dye at the same time, Plu. Phoc.28 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 471] daneben zugleich färben, Plut. Phoc. 28.

Greek (Liddell-Scott)

παραβάπτω: μέλλ. -ψω, συγχρόνως βάπτω, βάπτω μετ’ ἄλλου τινός, «τὰ παραβαπτόμενα τῶν ἰδιωτικῶν πάντα τὸ προσῆκον ἄνθος ἔσχεν» Πλουτ. Φωκ. 28.

French (Bailly abrégé)

teindre en même temps.
Étymologie: παρά, βάπτω.

Greek Monolingual

Α
1. βάφω κοντά σε κάποιον ή ταυτοχρόνως με κάποιον
2. βάφω με νόθο, ψεύτικο, ξεθωριασμένο χρώμα.

Greek Monotonic

παραβάπτω: μέλ. -ψω, βάφω την ίδια χρονική στιγμή, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-βάπτω meeverven.

Russian (Dvoretsky)

παραβάπτω: одновременно (с чем-л.) окунать или окрашивать Plut.

Middle Liddell

fut. ψω
to dye at the same time, Plut.