περιρραντισμός
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
ὁ, sprinkling with water, Sm.Za.13.1.
Greek (Liddell-Scott)
περιρραντισμός: -οῦ, ὁ, τὸ περιρραντίζειν, καθαίρειν διὰ ῥαντισμοῦ, Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
ὁ, Α περιρραντίζω
εξαγνισμός με ραντισμό αγιάσματος.