λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Full diacritics: πηρώδης | Medium diacritics: πηρώδης | Low diacritics: πηρώδης | Capitals: ΠΗΡΩΔΗΣ |
Transliteration A: pērṓdēs | Transliteration B: pērōdēs | Transliteration C: pirodis | Beta Code: phrw/dhs |
ες, A maimed, Hsch. s.v. γυιός.
πηρώδης: -ες, βεβλαμμένος κατά τι μέρος τοῦ σώματος, Ἡσύχ. ἐν λ. γυιός.
-ες, Α πηρός
ακρωτηριασμένος, ανάπηρος.