πλειονότης
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ητος, ἡ, length of string in the monochord, Nicom. Harm.10 (pl., opp. βραχύτητες).
German (Pape)
[Seite 628] ητος, ἡ, Mehrheit, größere Länge, Ggstz von βραχύτης, Nicom. mus., s. πλεονότης.
Greek (Liddell-Scott)
πλειονότης: -ητος, ἡ, ἡ μακρότης συλλαβῆς, Νικομαχ. Γερασ. Ἐγχειρ. Ἁρμον. 18.