πλουτισμός

From LSJ
Revision as of 15:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτισμός Medium diacritics: πλουτισμός Low diacritics: πλουτισμός Capitals: ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: ploutismós Transliteration B: ploutismos Transliteration C: ploutismos Beta Code: ploutismo/s

English (LSJ)

ὁ, enriching, Eust. 740.42, etc.

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, Bereicherung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτισμός: ὁ, τὸ πλουτίζειν ἢ πλουτίζεσθαι, Εὐστ. 740. 42, κτλ.

Greek Monolingual

ο, Ν Μ πλουτίζω
1. η απόκτηση πολλών υλικών αγαθών, η απόκτηση υλικού πλούτου, θησαύρισμα
2. μτφ. απόκτηση μεγάλων πνευματικών αγαθών ή ηθικών ωφελημάτων («πλουτισμός σε γνώσεις και σε πείρα»)
3. φρ. «αδικαιολόγητος πλουτισμός»
(νομ.) επαύξηση της περιουσίας ενός προσώπου εις βάρος άλλου χωρίς να υπάρχει νόμιμη αιτία για αυτό, το περιουσιακό όφελος που αποκτά κανείς από την περιουσία άλλου με ζημία άλλου.