πλύντρον
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
τό, A = πλύμα, Arist.Pr.880a27. II πλύντρα, τά, payment for cleaning clothes, Sammelb.7451.150 (iii B. C.), PCair.Zen.176.252 (iii B. C.), Poll.7.38.
German (Pape)
[Seite 639] τό, der Lohn des πλύντης, Waschgeld, Sp.; – Arist. probl. 4, 30 = πλύμα.
Russian (Dvoretsky)
πλύντρον: τό Arst. = πλύμα.
Greek (Liddell-Scott)
πλύντρον: τό, πλύμα, Ἀριστ. Προβλ. 4. 29. ΙΙ. πλύντρα, τά, ὁ μισθὸς τοῦ πλύντου, τὰ «πλυστικά», Πολυδ. Ζ΄, 38.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. το πλύμα
2. ο μισθός εκείνου που πλένει, τα πλυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα -τρον (πρβλ. σήμαν-τρον)].