πολύβατος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, A much-trodden, ἄστεος ὀμφαλός, of the ἀγορά, Pi.Fr.75.3.
German (Pape)
[Seite 660] viel gegangen, betreten, ἄστεος ὀμφαλόν, Pind. frg. 45.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβᾰτος: -ον, πολυπάτητος, Πινδ. Ἀποσπ. 45.
English (Slater)
πολύβᾰτος
1 much frequented θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε fr. 75. 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πατηθεί πολλές φορές
2. πολυσύχναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βατός (< βαίνω), πρβλ. ευρύ-βατος].
Russian (Dvoretsky)
πολύβᾰτος: весьма посещаемый (ἄστεος ὀμφαλόν Pind.; ἀγὼν βροτῶν Aesch.).