ποσοποιός
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
όν, A making a certain quantity, prob.l. in Arist.Metaph. 1083a13.
German (Pape)
[Seite 687] eine gewisse Menge hervorbringend, Arist. Metaphys. 12, 8, richtigere v.l. für ποσὸν ποιόν, nach Bonitz observatt. critt. p. 112, denn Arist. fügt als Erkl. hinzu τοῦ γὰρ πολλὰ εἶναι τὰ ὄντα αἰτία αὐτῆς ἡ φύσις.
Greek (Liddell-Scott)
ποσοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ποσόν τι, διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 8, 3.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που δημιουργεί μια ποσότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποσόν + -ποιός].
Russian (Dvoretsky)
ποσοποιός: филос. (впервые) создающий количество (δυάς Arst.).