προσεμφέρεια
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ἡ, A resemblance, Epicur.Ep.1p.17U., Phld.D.3.12.
German (Pape)
[Seite 759] ἡ, Aehnlichkeit, Epicur. bei D. L. 10, 58.
Greek (Liddell-Scott)
προσεμφέρεια: ἡ, ὁμοιότης, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 58.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ προσεμφερής
ομοιότητα.