προσκολλητός

From LSJ
Revision as of 16:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκολλητός Medium diacritics: προσκολλητός Low diacritics: προσκολλητός Capitals: ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: proskollētós Transliteration B: proskollētos Transliteration C: proskollitos Beta Code: proskollhto/s

English (LSJ)

ή, όν, gloss on ἀρτίκολλος, Sch.S.Tr. 768.

German (Pape)

[Seite 770] angeleimt, Schol. Soph. Trach. 771.

Greek (Liddell-Scott)

προσκολλητός: -ή, -όν, προσκεκολλημμένος εἴς τι, «κολλητός», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 771.

Greek Monolingual

και προσκολλατός, -όν, Α προσκολλῶ
1. προσκολλημένος
2. (για μικρό κτήριο) προσαρτημένος στο κύριο οικοδόμημα («τὸ ἐποίκιον τὸ κτιζόμενον προσκολλατόν», πάπ.).