πτωτικός

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωτικός Medium diacritics: πτωτικός Low diacritics: πτωτικός Capitals: ΠΤΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ptōtikós Transliteration B: ptōtikos Transliteration C: ptotikos Beta Code: ptwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (πτῶσις) A capable of inflection, ἄρθρον ἐστὶ στοιχεῖον λόγου π. Diog.Bab.Stoic.3.214; ὄνομά ἐστι μέρος λόγου π. D.T.634.11, cf. A.D.Pron.9.5, al.; τὸ π. τὸ Σωκράτης" the case-form Σ., S.E.M.8.84; connected with cases, π. σχῆμα, when several cases of the same Noun follow one another, Simp.in Cat.359.9. Adv. -κῶς, ἀντωνυμίαι κάτωθεν μὲν π. κινοῦνται ἄνωθεν δὲ προσωπικῶς Choerob.in Theod.2.418 H. 2 Math., πτωτικόν, τό, special case of a problem, Papp.850.19, al.

German (Pape)

[Seite 812] einen Casus betreffend, zum Casus gehörig, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πτωτικός: -ή, -όν, (πτῶσις) ὁ ἀνήκων εἰς πτῶσιν, κλιτός, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 84, Διογ. Δ. 7. 58· πτ. σχῆμα, ὅταν πτώσεις τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος ἀκολουθῶσιν ἀλλήλαις, ὡς π.χ. «μή με Δημοσθένει παραδῷτε, μή με διὰ Δημοσθένη ἀνέλητε» Ρήτορες (Walz) 5. 451.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πτωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πτωτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώση ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «πτωτικός τύπος» β. «ὄνομά ἐστι μέρος λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει την τάση να πέφτει ή να πέσει («το δολάριο συνέχισε την πτωτική του πορεία»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτωτικὸν
ειδική περίπτωση ενός προβλήματος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πτωτικά
τα τέσσερα ονοματικά μέρη του λόγου
3. φρ. «πτωτικὸν σχῆμα»
(ρητ.) σχήμα κατά το οποίο δύο ή και περισσότερες πτώσεις του ίδιου ονόματος ακολουθούν η μία μετά την άλλη.

Russian (Dvoretsky)

πτωτικός: πτῶσις 3] грам. флектируемый, падежный Sext., Diog. L.