σαρκοκήλη

From LSJ
Revision as of 16:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοκήλη Medium diacritics: σαρκοκήλη Low diacritics: σαρκοκήλη Capitals: ΣΑΡΚΟΚΗΛΗ
Transliteration A: sarkokḗlē Transliteration B: sarkokēlē Transliteration C: sarkokili Beta Code: sarkokh/lh

English (LSJ)

ἡ, A sarcocele, a fleshy excrescence on the testicles, cels.7.18.10, Poll.4.203, Gal.7.729.

German (Pape)

[Seite 863] ἡ, ein Fleischgewächs am Hodensacke, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοκήλη: ἡ, πρήξιμον σκιρρῶδες περὶ τοὺς ὄρχεις, Πολύδ. Δ΄, 203, Γαλην.· ― σαρκοκηλικός, ὁ πάσχων ἐκ σαρκοκήλης, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
μη χρησιμοποιούμενη πλέον ονομασία διογκώσεων ποικίλης φύσης τών όρχεων και της επιδιδυμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κήλη. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. sarcocele].