σκολόπιον
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Full diacritics: σκολόπιον | Medium diacritics: σκολόπιον | Low diacritics: σκολόπιον | Capitals: ΣΚΟΛΟΠΙΟΝ |
Transliteration A: skolópion | Transliteration B: skolopion | Transliteration C: skolopion | Beta Code: skolo/pion |
τό, Dim. of σκόλοψ 1.3, Antyll. ap. Orib.50.5.4.
σκολόπιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ σκόλοψ Ι. 3, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 184 Mai.
τὸ, Α σκόλοψ, -οπος]
υποκορ. χειρουργικό εργαλείο μικρού μεγέθους, μικρός καθετήρας.