Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπῆλυγξ

From LSJ
Revision as of 18:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῆλυγξ Medium diacritics: σπῆλυγξ Low diacritics: σπήλυγξ Capitals: ΣΠΗΛΥΓΞ
Transliteration A: spē̂lynx Transliteration B: spēlynx Transliteration C: spilygks Beta Code: sph=lugc

English (LSJ)

υγγος, ἡ, = σπήλαιον, cave, οἰκεῖ σπήλυγγας Arist.HA616b26, cf. Theoc. 16.53, A.R.2.568; Νυμφῶν ὑπὸ σ. αὐτόστεγον Dionys. Trag.1; πόντος ἐνὶ σπήλυγξι βαθείαις Hymn.Is.151.

German (Pape)

[Seite 921] υγγος, ἡ, wie σπήλαιον, Höhle; Ap. Rh. 2, 568; Lycophr. 46 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

σπῆλυγξ: -υγγος, ἡ, (σπέος) = σπήλαιον, Λατ. spelunca, οἰκεῖ σπήλυγγα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 568· Νυμφῶν σπ. αὐτόστεγον Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F· πόντος ἐνὶ σπήλυγξι βαθείαις Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 1028. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπήλυγγες· τὰ κοῖλα τῆς γῆς, σπήλαια».

French (Bailly abrégé)

υγγος (ἡ) :
caverne, antre, grotte.
Étymologie: cf. lat. spelunca.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σπήλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπήλαιο].

Russian (Dvoretsky)

σπῆλυγξ: υγγος ἡ пещера Arst., Theocr., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπῆλυγξ -υγγος, ἡ [σπήλαιον] grot, hol, spelonk.