Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
Full diacritics: στηλοῦχος | Medium diacritics: στηλοῦχος | Low diacritics: στηλούχος | Capitals: ΣΤΗΛΟΥΧΟΣ |
Transliteration A: stēloûchos | Transliteration B: stēlouchos | Transliteration C: stiloychos | Beta Code: sthlou=xos |
dub. l. in Epigr.Gr.214.7 (Rhenea): A v. σταλ-.
και δωρ. τ. σταλοῦχος, -ον, Α
αυτός που έχει στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -οῦχος (< ἔχω)].
στηλοῦχος -ον, Dor. στᾱλοῦχος [στήλη, ἔχω] met een gedenksteen.