στελμονίαι
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
αἱ, broad belts put round dogs when used to hunt wild beasts, X.Cyn.6.1.
German (Pape)
[Seite 934] αἱ, ein breiter Gürtel od. Riemen der Hunde, Xen. Cyn. 6, 1; Poll. 5, 55 hat τελαμωνία.
Greek (Liddell-Scott)
στελμονίαι: -αἱ, εὐρεῖαι ζῶναι δι’ ὧν περιέβαλλον τοὺς κύνας ὁσάκις ἀπήρχοντο εἰς θύραν ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Κυν. 6, 1, Ἡσύχ., ὅστις ἔχει καὶ στέλμα = στέφος.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
larges sangles pour les chiens de chasse.
Étymologie: στέλλω.
Greek Monolingual
οἱ, Α
φαρδιές ζώνες με τις οποίες περιέβαλλαν τους κυνηγετικούς σκύλους, όταν αυτοί επρόκειτο να βγουν για κυνήγι άγριων θηραμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στελ- του στέλλω + επίθημα -μον-ία (πρβλ. ἁρμονία)].
Greek Monotonic
στελμονίαι: αἱ, φαρδιά λουριά με τα οποία τύλιγαν τους σκύλους όταν έβγαιναν να κυνηγήσουν άγρια ζώα, για να τους προστατεύσουν από τραυματισμούς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
στελμονίαι: αἱ широкие ремни, свора (для охотничьих собак) Xen.