σχοινοστρόφος
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ον, A = σχοινιοστρόφος 1.1, Plu.2.473c.
German (Pape)
[Seite 1057] = σχοινιοστρόφος, Plut. de tranquill. anim. 14.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοστρόφος: -ον, = σχοινιοστρόφος, διάφ. γρ. ἐν Πλουτ. 2. 473C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tire de l’eau d’un puits au moyen d’une corde.
Étymologie: σχοῖνος, τρέφω.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. σχοινιοστρόφος.
Russian (Dvoretsky)
σχοινοστρόφος: ὁ вьющий тростниковые веревки, канатчик Plut.