τελειοτόκος
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
ον, A = τελεσφόρος, ἐνιαυτοί IG9(1).874 (Corc., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1085] ein vollendetes, vollkommenes, zeitiges od. reifes Kind gebärend (?).
Greek Monolingual
-ον, Α
τελεσφόρος («τελειοτόκοι ἐνιαυτοί», επιγρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ὀλιγοτόκος.