τροπολογία

From LSJ
Revision as of 10:44, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπολογία Medium diacritics: τροπολογία Low diacritics: τροπολογία Capitals: ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: tropología Transliteration B: tropologia Transliteration C: tropologia Beta Code: tropologi/a

English (LSJ)

ἡ, = moralis intelligentia, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τροπολογία: ἡ, ἡ διὰ τροπικῶν λέξεων ἔκφρασις, ἀλληγορία, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 540, Φωτ. Βιβλιοθ. 161. 26.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τροπολογῶ
νεοελλ.
1. τροποποίηση της λεκτικής διατύπωσης ή τών λεπτομερειών ενός θέματος
2. (νομ.) σύντομο κείμενο που εισάγεται σε ένα σχέδιο νόμου, απόφασης, ψηφίσματος ή συνθήκης και με το οποίο διευκρινίζονται, συμπληρώνονται ή τροποποιούνται προηγούμενες διατάξεις
μσν.-αρχ.
αλληγορική, μεταφορική έκφραση.

Russian (Dvoretsky)

τροπολογία: ἡ рит. изобилующая тропами речь.