τρωγλῖτις
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
ιδος, ἡ, a kind of myrrh, Edict.Diocl. Delph.21, al., Gp.7.36.1, Alex.Trall.1.12: also τρωγλοδύτις [ῠ], ἡ, Gal.14.68, Alex.Trall.5.4; ἶρις τ. Gp.7.30.1; and τρωγλοδῠτική, Dsc.1.64.
Greek (Liddell-Scott)
τρωγλῖτις: -ιδος, ἡ, εἶδος σμύρνης, σμύρνα τρωγλῖτις Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 40., 2. σ. 142, 4, σ. 223, κ. ἀλλαχοῦ· ἐνίοτε φέρεται τρωγλοδύτις, ὡς παρὰ Γαληνῷ τ. 13, σ. 885, καὶ τρωγλοδυτικὴ ἐν Διοσκ. 1. 77.
Spanish
Greek Monolingual
(II)
-ίτιδος, η, ΜΑ
το φυτό σμύρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + κατάλ. -ῖτις. Ο τ. ισοδυναμεί πιθ. με τον τ. τρωγλοδύτις και έχει σχηματιστεί πιθ. από αυτόν με απλολογία].