τρυγήσιμος

From LSJ
Revision as of 18:00, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρυγήσιμος Medium diacritics: τρυγήσιμος Low diacritics: τρυγήσιμος Capitals: ΤΡΥΓΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: trygḗsimos Transliteration B: trygēsimos Transliteration C: trygisimos Beta Code: trugh/simos

English (LSJ)

ον, A ripe for gathering, EM271.32, Hsch. s.v. διατρύγιος, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγήσιμος: -ον, ὥριμος πρὸς τρύγησιν, Ἐτυμολ. Μέγ. 271. 32, Ἡσύχ. ἐν λέξ. διατρύγιος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρυγήσιμος, -η, -ον, ΝΑ τρύγησις
(για καρπούς) κατάλληλος για τρύγηση, για συγκομιδή («τρυγήσιμα σταφύλια»).