φαρμακίτης

From LSJ
Revision as of 11:20, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκίτης Medium diacritics: φαρμακίτης Low diacritics: φαρμακίτης Capitals: ΦΑΡΜΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: pharmakítēs Transliteration B: pharmakitēs Transliteration C: farmakitis Beta Code: farmaki/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A drugged or medicated, δακτύλιος φ. a ring containing poison, Eup.87; οἶνος φ. Semus 5a; fem. φαρμακῖτις γῆ, = ἀμπελῖτις ΙΙ, Dsc.5.160; φ. σαύρα Aët.13.56; also ἡ φ. (sc. βίβλος) On Drugs, title of lost work by Hippocrates, Hp.Aff.9.15, 28, al.; φαρμακίτιδες βίβλοι, by Andromachus, Gal.13.891. II = ἀδηφάγος, Hsch.; cf. φαγεσωρῖτις.

German (Pape)

[Seite 1256] ὁ, sc. οἶνος, ein mit Heilmitteln angemachter Wein, Gesundheitswein, VLL.; vgl. Ath. I, 30 c.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκίτης: ὁ, ὁ διὰ φαρμάκου παρεσκευασμένος, δακτύλιος φαρμ., περιέχων δηλητήριον, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 22, ἔνθα ἴδε Meinecke· οἶνος φ. Ἀθήν. 30C· θηλ., φαρμακῖτις γῆ Διοσκ. 5. 181· φ. γαστὴρ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 320. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, θηλ. φαρμακῑτις, -ίτιδος, Α
1. παρασκευασμένος με δηλητήρια ή με μαγικά φίλτρα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδηφάγος»
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) Φαρμακῑτις
(ενν. βίβλος) τίτλος χαμένου έργου, σχετικού με τα φάρμακα, του Ιπποκράτους
4. φρ. α) «φαρμακῑτις γῆ» — η γη στην οποία ευδοκιμεί το αμπέλι, ἀμπελῑτις (Διοσκ.)
β) «Φαρμακίτιδες βίβλοι» — τίτλος έργου του Ανδρομάχου (Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα -ίτης/ -ῖτις (πρβλ. σελην-ίτης)].