φιλεραστία

From LSJ
Revision as of 10:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλεραστία Medium diacritics: φιλεραστία Low diacritics: φιλεραστία Capitals: ΦΙΛΕΡΑΣΤΙΑ
Transliteration A: philerastía Transliteration B: philerastia Transliteration C: filerastia Beta Code: filerasti/a

English (LSJ)

ἡ, A devotion to a lover, Pl.Smp.213d, Aristaenet.1.18.

German (Pape)

[Seite 1276] ἡ, das Verliebtsein, die Neigung zu Liebschaften; Plat. Conv. 213 d; Aristaen. 1, 18.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλεραστία: ἡ, ἡ ἀγάπη πρὸς ἐραστήν, ἡ πρὸς αὐτὸν ἀφοσίωσις, Πλάτ. Συμπ. 213D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
penchant à l’amour.
Étymologie: φιλεραστής.

Greek Monolingual

η, ΝΑ φιλέραστος
η αγάπη για τους έρωτες
αρχ.
η αγάπη για τον εραστή.

Greek Monotonic

φῐλεραστία: ἡ, αφοσίωση σε έναν εραστή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλεραστία:влюбчивость Plat., Arst.

Middle Liddell

φῐλεραστία, ἡ, [from φῐλεραστής]
devotion to a lover, Plat.