χειρομάχα
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
[μᾰ], ἡ (sc. ἑταιρεία), A the working-class faction at Miletus, opp. ἡ πλουτίς, Plu.2.298c, cf. Eust.1425.64.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
« qui fait le coup de poing » (litt. « qui combat avec les mains »), nom d’un parti politique de Milet.
Étymologie: χειρομάχος.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
συντεχνία τών χειρώνακτων στην Μίλητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + μάχα, δωρ. τ. του μάχη.
Russian (Dvoretsky)
χειρομάχᾱ: ἡ хиромаха (одна из двух милетских политических партий, образовавшихся после свержения тираннов Тоанта и Дамасенора) Plut.