χορόνικος
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
ον, A victorious with the chorus, Alex.19 (perhaps a pr. n.).
German (Pape)
[Seite 1366] im Chore siegend, Alexis bei Ath. XIV, 638 c.
Greek (Liddell-Scott)
χορόνῑκος: -ον, ὁ ἐν τῷ χορῷ νικῶν, Χορόνικος ὁ ποιητὴς ὁδὶ Ἄλεξις ἐν «Ἀποβάτῃ» 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
(μόνον ως κύριο όν.) νικητής στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -νικος (< νίκη), πρβλ. ἱππό-νικος].