χρεμετισμός

From LSJ
Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρεμετισμός Medium diacritics: χρεμετισμός Low diacritics: χρεμετισμός Capitals: ΧΡΕΜΕΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: chremetismós Transliteration B: chremetismos Transliteration C: chremetismos Beta Code: xremetismo/s

English (LSJ)

ὁ, = χρεμέτισμα (neighing, whinnying), Ar. Eq. 553 (lyr.), LXX Am. 6.7 ; pl., DH. Comp. 16, Placit. 4.19.1 ; — hence, of any loud noise, thunder, Thd. Jb. 39.19.

German (Pape)

[Seite 1370] ὁ, das Wiehern; Ar. Equ. 551; Plut. Sull. 27 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρεμετισμός: ὁ, τὸ χρεμετίζειν, χρεμέτισμα, «ἡ φωνὴ τῶν ἵππων» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 553, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 16· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 902Β· - ἐντεῦθεν, 2) ἐπὶ παντὸς ἰσχυροῦ κρότου, βροντή, Θεοδ. Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
hennissement.
Étymologie: χρεμετίζω.

Spanish

relincho

Greek Monolingual

ο, ΝΑ χρεμετίζω
χλιμίντρισμα
αρχ.
μτφ. ισχυρός κρότος, ιδίως η βροντή.

Greek Monotonic

χρεμετισμός: ὁ, χλιμίντρισμα, χρεμετισμός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χρεμετισμός: ὁ тж. pl. ржание Arph., Plut.

Middle Liddell

χρεμετισμός, οῦ, ὁ, [from χρεμετίζω
a neighing, whinnying, Ar.