χρεμετισμός
τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
English (LSJ)
ὁ, = χρεμέτισμα (neighing, whinnying), Ar. Eq. 553 (lyr.), LXX Am. 6.7 ; pl., DH. Comp. 16, Placit. 4.19.1 ; — hence, of any loud noise, thunder, Thd. Jb. 39.19.
German (Pape)
[Seite 1370] ὁ, das Wiehern; Ar. Equ. 551; Plut. Sull. 27 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρεμετισμός: ὁ, τὸ χρεμετίζειν, χρεμέτισμα, «ἡ φωνὴ τῶν ἵππων» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 553, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 16· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 902Β· - ἐντεῦθεν, 2) ἐπὶ παντὸς ἰσχυροῦ κρότου, βροντή, Θεοδ. Παλ. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
hennissement.
Étymologie: χρεμετίζω.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΑ χρεμετίζω
χλιμίντρισμα
αρχ.
μτφ. ισχυρός κρότος, ιδίως η βροντή.
Greek Monotonic
χρεμετισμός: ὁ, χλιμίντρισμα, χρεμετισμός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χρεμετισμός: ὁ тж. pl. ржание Arph., Plut.
Middle Liddell
χρεμετισμός, οῦ, ὁ, [from χρεμετίζω
a neighing, whinnying, Ar.