ἀνεξέργαστος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ον, A not worked out, unfinished, Luc. Fug.21, Gal.Nat.Fac.2.3.
German (Pape)
[Seite 223] unvollendet, Luc. Fugit. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξέργαστος: -ον, ὁ μὴ ἐξειργασμένος, μὴ τετελειωμένος, Λουκ. Δραπετ. 21, πιθ. γραφ. ἐν Ἰσοκρ. 289Β, ἀντὶ ἀδιέργαστον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inachevé.
Étymologie: ἀ, ἐξεργάζομαι.
Spanish (DGE)
-ον no acabado τὸ ἔργον Luc.Fug.21.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεξέργαστος, -ον)
νεοελλ.
ο ανεπεξέργαστος
αρχ.
ο ατελής, ο μισοτελειωμένος.
Greek Monotonic
ἀνεξέργαστος: -ον (ἐξεργάζομαι), ανολοκλήρωτος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξέργαστος: не доведенный до конца, незаконченный (ἔργον Luc.).
Middle Liddell
ἐξεργάζομαι
unfinished, Luc.