ἀνεμοζάλη

From LSJ
Revision as of 12:43, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμοζάλη Medium diacritics: ἀνεμοζάλη Low diacritics: ανεμοζάλη Capitals: ΑΝΕΜΟΖΑΛΗ
Transliteration A: anemozálē Transliteration B: anemozalē Transliteration C: anemozali Beta Code: a)nemoza/lh

English (LSJ)

[ζᾰ], ἡ, A strong surging sea, Sch.Od.5.1 (pl.), Id.E. Ph.1154.

German (Pape)

[Seite 222] ἡ, stürmische Bewegung des Meeres, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμοζάλη: [ᾰ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἰσχυρὰ τρικυμία μετὰ δυνατοῦ ἀνέμου, Σχολ. εἰς Εὐρ., κτλ.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ mar gruesa Sch.Od.5.1, Sch.E.Ph.1154.

Greek Monolingual

η (Μ ἀνεμοζάλη)
1. κακοκαιρία, θύελλα, καταιγίδα
2. σύγχυση, αναστάτωση, αναταραχή
μσν.
τόπος καταραμένος, τόπος καταστροφής.