ἀξιόθρηνος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον, A worthy of lamentation, E.Alc.904 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 269] thränenwerth, Eur. Alc. 907.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόθρηνος: -ον, ἄξιος θρήνου, Εὐρ. Ἄλκ. 904.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lamentable.
Étymologie: ἄξιος, θρῆνος.
Spanish (DGE)
-ον digno de lamentación κόρος E.Alc.90.4.
Greek Monolingual
ἀξιόθρηνος, -ον (Α)
ο αξιοθρήνητος.
Greek Monotonic
ἀξιόθρηνος: -ον, άξιος προς θρήνο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιόθρηνος: достойный слез (κόρος Eur.).
Middle Liddell
worthy of lamentation, Eur.