ἀνωμαλότης
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ητος, ἡ, = ἀνωμαλία, Pl.Ti.57e, 58c, Placit.2.30.2.
German (Pape)
[Seite 268] ητος, ἡ, Ungleichheit, Plat. Tim. 57 e ff; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωμᾰλότης: -ητος, ἡ, = ἀνωμαλία, Πλάτ. Τίμ. 57Ε, 58C, καὶ ἀλλαχοῦ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
c. ἀνωμαλία.
Étymologie: ἀνώμαλος.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 del mov. irregularidad Pl.Ti.57e, 58c.
2 desigualdad συγκρίματος Placit.2.30.2 (= Anaxag.A 77).
Greek Monolingual
ἀνωμαλότης, η (Α)
ανωμαλία.
Russian (Dvoretsky)
ἀνωμᾰλότης: ητος ἡ Plat., Plut. = ἀνωμαλία.