ἀποκριτικός

From LSJ
Revision as of 13:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκρῐτικός Medium diacritics: ἀποκριτικός Low diacritics: αποκριτικός Capitals: ΑΠΟΚΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apokritikós Transliteration B: apokritikos Transliteration C: apokritikos Beta Code: a)pokritiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A secretory, δύναμις τῶν περιττωμάτων ἀ. Gal.8.9; ἀ. δύναμις faculty of ejection, Olymp.in Mete.201.7; separative, Simp.in Ph.1190.22. II proper to answers, Theon Prog.5.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que separa ἀποκριτικὴν τῶν περιττωμάτων ... δύναμιν Gal.8.9, cf. Simp.in Ph.1190.22, Olymp.in Mete.201.7, πόροι Gr.Nyss.Eun.1.390.
2 que consiste en responder τῶν δὲ λογικῶν εἴδη δύο, ἀποφαντικὸν καὶ ἀ. Theo Prog.97.16, cf. 23.

German (Pape)

[Seite 309] absondernd, Medic., τινός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκρῐτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἤ τὴν ἰδιότητα ν’ ἀποκρίνῃ, ν’ ἀποχωρίζῃ, νὰ ἀπορρέῃ, Γαλην. τ. 7, σ. 381.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποκριτικός, -ή, -όν)
φυσιολ. αυτός που συντελεί στην απόκριση, που έχει την ιδιότητα να αποκρίνει
2. ο σχετικός με την απόκριση, ο κατάλληλος για απάντηση, απαντητικός -
αρχ.
εκείνος που διαχωρίζει.