ἀπρόβουλος

From LSJ
Revision as of 16:50, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόβουλος Medium diacritics: ἀπρόβουλος Low diacritics: απρόβουλος Capitals: ΑΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: apróboulos Transliteration B: aproboulos Transliteration C: aprovoulos Beta Code: a)pro/boulos

English (LSJ)

ον, A = ἀπροβούλευτος, only in Adv. -λως rashly, A.Ch.620 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 338] = ἀπροβούλευτος. – Adv., Aesch. Ch. 611 u. Sp., wie Dio Chrys. II, 293 ἀπροβούλως εἰσέφερον τὰ ψηφίσματα, wo Vales. ἀπροβούλευτα emendirt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόβουλος: -ον, = ἀπροβούλευτος: - Ἐπίρρ. -λως, ἀπερισκέπτως, Αἰσχύλ. Χο. 620.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans réflexion.
Étymologie: , πρόβουλος.

Spanish (DGE)

-ον
desprevenido ὕπνος A.Ch.620 (cj. Page, cód. ἀπροβούλως), glos. ἀπρονοήτως Sch.ad loc.

Greek Monolingual

ἀπρόβουλος, -ον (Α)
απροβούλευτος.

Greek Monotonic

ἀπρόβουλος: -ον = ἀπροβούλευτος, αυτός που ενεργεί ή γίνεται χωρίς προμελέτη· επίρρ. -λως, απερίσκεπτα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell


without premeditation:— adv. -λως, recklessly, Aesch.