ἀρωματοφόρος
English (LSJ)
ον, A spice-bearing, (γῆ) Str.1.2.32; Ἀραβία Dsc.1.13, cf. Plu.Alex.25, Luc.Macr.17. 2 Subst. -φόρος, ὁ, servant in charge of spices, J.AJ17.8.3.
German (Pape)
[Seite 368] Gewürzkräuter tragend, Strab.; Plut. Alex. 25; Luc. Macrob. 17; δένδρα Arist. plant. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρωματοφόρος: -ον, ὁ παράγων ἀρώματα, ἀρωματοφόρων δένδρων Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 1, Στράβ. 39, Πλουτ. Ἀλέξ. 25, Ἠθ. 179E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des aromates.
Étymologie: ἄρωμα, φέρω.
Spanish (DGE)
-ον
1 productor de aromas o perfumes, Ἀραβία Dsc.1.13
•subst. ἡ ἀ. de Arabia y el próximo Oriente, Str.1.2.32, Plu.Alex.25, 2.179c, Luc.Macr.17.
2 portador de aromas, turiferario en cortejos fúnebres, I.BI 1.673, AI 17.199.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀρωματοφόρος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει άρωμα
αρχ.
(για χώρα)
1. αυτή στην οποία ευδοκιμούν αρωματικά φυτά
2. ως ουσ. αυλικός, υπεύθυνος για τα αρώματα του κυρίου του.
Russian (Dvoretsky)
ἀρωματοφόρος: дающий ароматические растения (sc. γῆ Plut., Luc.) или вещества (δένδρα Arst.).