ἀσπίλωτος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ον, = ἄσπιλος (stainless, faultless, without blemish, without spot, spotless), Sext. Sent. 449, Suid. ; without spots, Dsc. 2.167.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπίλωτος: [ῐ], -ον, ὁ μὴ ἔχων σπίλον, ἄμωμος, καθαρός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σουΐδα.
Spanish (DGE)
-ον
impoluto, sin mácula ἀ. σου τὸ σῶμα τήρει ὡς ἔνδυμα Sext.Sent.449, φύλλα Dsc.2.167.
Greek Monolingual
ἀσπίλωτος, -ον (AM)
ο άσπιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σπιλωτός < σπιλώ (-όω) «κηλιδώνω, λερώνω, μολύνω»].