ἁμαξηλάτης

From LSJ
Revision as of 10:50, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξηλάτης Medium diacritics: ἁμαξηλάτης Low diacritics: αμαξηλάτης Capitals: ΑΜΑΞΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: hamaxēlátēs Transliteration B: hamaxēlatēs Transliteration C: amaksilatis Beta Code: a(machla/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A wagoner, Ostr.Strassb.671 (iiA.D.): written ἁμαξ-ολάτης ib.738.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): ἁμαξελάτης OStras.674.5 (II a.C.), 684.8, 685.2, 701.2.11 (II a.C.); ἁμαξολάτης OStras.738 (II d.C.)
carretero, PCair.Zen.176.281, 352 (III a.C.), OStras.671 (II a.C.), 674.5 (II a.C.), 684.8, 685.2, 701.2.11 (II a.C.), 738 (II a.C.), OBrüss.70.6 (II a.C.), PMerton 3.128.3 (III a.C.), PLips.97.6.11 (IV a.C.), Eust.1777.9.

Greek Monolingual

και αμαξελάτης, ο (Μ ἁμαξηλάτης)
αυτός που οδηγεί άμαξα, ο αμαξάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -ελάτης < ἐλαύνω, με επίδραση του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η-(-λάτης) του ΄β συνθετικού].