ἄσπασμα

From LSJ
Revision as of 09:28, 27 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσπασμα Medium diacritics: ἄσπασμα Low diacritics: άσπασμα Capitals: ΑΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: áspasma Transliteration B: aspasma Transliteration C: aspasma Beta Code: a)/spasma

English (LSJ)

ατος, τό, = ἀσπασμός (greeting, embrace, salutation, affection), esp. in pl., A embraces, E.Hec.829, Ph.2.77, Artem.1.10, etc. II thing embraced, dear one, Plu.2.608e.

German (Pape)

[Seite 373] τό, Umarmung, Liebkosung, Eur. Hec. 829 u. öfter; Gruß, Crinag. 27 (IX, 562); – das Umarmte, der geliebte Gegenstand, Plut. cons. ad ux. 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 τὰ ἀσπάσματα embrassements;
2 objet aimé.
Étymologie: ἀσπάζομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1plu. abrazos, caricias, besos φίλας ἡδονὰς ἀσπασμάτων ἔχω E.El.596, τῶν ἐν εὐνῇ φιλτάτων ἀσπασμάτων E.Hec.829, cf. Tr.1187, IT 376, Ph.2.77, Luc.Am.53, Ach.Tat.5.8.3.
2 sg. amado, objeto del amor πάντων ἥδιστον ἡμῖν ἄ. καὶ θέαμα καὶ ἄκουσμα Plu.2.608e.
II plu. saludo ψιττακὸς ... αἰεὶ δ' ἐκμελετῶν ἀσπάσμασι Καίσαρα κλεινόν AP 9.562.3 (Crin.).

Greek Monolingual

ἄσπασμα, το (Α) ασπάζομαι
1. το αγκάλιασμα, το χάδι
2. το αγαπητό πράγμα, το πολύτιμο.

Greek Monotonic

ἄσπασμα: -ατος, τό (ἀσπάζομαι), χαιρετισμός, ιδίως σε πληθ., εναγκαλισμοί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσπασμα: ατος τό
1) радушное приветствие Anth.;
2) pl. объятья, ласки Eur., Luc.;
3) предмет любви (ἥδιστον ἄ. καὶ θέαμα Plut.).

Middle Liddell

ἀσπάζομαι
a greeting, esp. in pl. embraces, Eur.