ἐκσκάπτω

From LSJ
Revision as of 09:05, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσκάπτω Medium diacritics: ἐκσκάπτω Low diacritics: εκσκάπτω Capitals: ΕΚΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: ekskáptō Transliteration B: ekskaptō Transliteration C: ekskapto Beta Code: e)kska/ptw

English (LSJ)

A dig out, PTeb.50.23 (ii B.C.); χοῦν POxy.1758.10 (ii A. D.) :—Pass., to be hollowed out, ἐξεσκαμμέναι κοιλότητες Gal.18(2).618.

German (Pape)

[Seite 778] ausgraben, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσκάπτω: ἐξορύττω, Γαλην. 12. σ. 261.

Spanish (DGE)

tr. excavar, sacar cavando ὁ χοῦς ὃν ἐξέσκαψεν ... ὁ γεωργός μου ... ἀπὸ τῶν ἐδαφῶν μου POxy.1758.10 (II d.C.)
descombrar, desatorar un canal de riego obstruido por tierra caída τὸν ὑδραγωγόν PTeb.50.40, cf. 23 (II d.C.), en v. pas. ἐξεσκαμμέναι κοιλότητες, ὥσπερ βόθυνοι huecos hondos, como hoyos en una articulación, Gal.18(2).618.

Greek Monolingual

(AM ἐκσκάπτω)
1. σκάβοντας βγάζω από τη γη, εξορύσσω, ξεθάβω, ξεσκάβω
2. σκάβω και ανοίγω κοίλωμα, όρυγμα ή τάφρο, εκχωματίζω.