ἐμπορευτέα

From LSJ
Revision as of 06:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπορευτέα Medium diacritics: ἐμπορευτέα Low diacritics: εμπορευτέα Capitals: ΕΜΠΟΡΕΥΤΕΑ
Transliteration A: emporeutéa Transliteration B: emporeutea Transliteration C: emporeftea Beta Code: e)mporeute/a

English (LSJ)

one must tramp, Ar.Ach.480.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπορευτέα: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ πορευθῇ, ν’ ἀπέλθῃ, ὦ θύμ’, ἄνευ σκάνδικος ἐμπορευτέα Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 480.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de ἐμπορεύομαι.

Spanish (DGE)

hay que partir, hay que ponerse en camino, ἄνευ σκάνδικος ἐ. Ar.Ach.480.

Greek Monotonic

ἐμπορευτέα: ρημ. επίθ., αυτή που πρέπει κάποιος να βηματίσει ή να διαβεί, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from ἐμπορεύομαι adj verb. adj. of ἐμπορεύομαι
one must go or tramp, Ar.