ἐνυδρόβιος
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ον, A living in the water, χῆνες AP6.231 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 860] im Wasser lebend, χῆνες Philp. 10 (VI, 231).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυδρόβῐος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τοῖς ὕδασι, πολιὸν χηνῶν ζεῦγος ἐνυδροβίων Ἀνθ. Π. 6. 231, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit sur l’eau.
Étymologie: ἔνυδρος, βίος.
Spanish (DGE)
-ον de vida acuática χῆνες AP 6.231 (Philippus).
Greek Monolingual
ἐνυδρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο υδρόβιος.
Greek Monotonic
ἐνυδρόβῑος: -ον, αυτός που ζει στο νερό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνυδρόβιος: живущий на воде (χῆνες Anth.).