ἐνσχερώ

From LSJ
Revision as of 13:10, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνσχερώ Medium diacritics: ἐνσχερώ Low diacritics: ενσχερώ Capitals: ΕΝΣΧΕΡΩ
Transliteration A: enscherṓ Transliteration B: enscherō Transliteration C: enschero Beta Code: e)nsxerw/

English (LSJ)

Adv. A in a row, A.R.1.912, prob. in Antim.16.5.

German (Pape)

[Seite 853] = ἐπισχερώ, Ap. Rh. 1, 912.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσχερώ: ἐπίρρ., «ἐφεξῆς, κατὰ τάξιν» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 912· ἴδε ἐν λ. σχερός.

French (Bailly abrégé)

adv.
p. ἐν σχερῷ, d’une manière continue, de suite.
Étymologie: σχερός.
Par. ἐπισχερώ.

English (Slater)

ἐνσχερώ, coni. Dindorf: ἐν σχερῷ codd.

Spanish (DGE)

adv. en fila βασιλεῦσιν ... ἐ. ἑστηῶσι Antim.21.5, ἐ. ἑζόμενοι A.R.1.912.
• Etimología: De σχερός ‘serie’, ‘fila’, de *segh, raíz de ἔχω.

Greek Monolingual

ἐνσχερώ (Α)
επίρρ. με σειρά, με τάξη («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ ἐνσχερώ ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη δοτ. εν σχερῴ του επιθ. σχερός. (Για το β' συνθετικό βλ. λ. επισχερώ)].

Frisk Etymological English

See also: s. ἐπισχερώ.

Frisk Etymology German

ἐνσχερώ: {enskherṓ}
See also: s. ἐπισχερώ.
Page 1,523