ἐξεμέω

From LSJ
Revision as of 19:00, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεμέω Medium diacritics: ἐξεμέω Low diacritics: εξεμέω Capitals: ΕΞΕΜΕΩ
Transliteration A: exeméō Transliteration B: exemeō Transliteration C: eksemeo Beta Code: e)ceme/w

English (LSJ)

pf. A ἐξεμήμεκα Aristid.Or.50(26).5 (v.l. ἐξημεκώς), Hsch.:— vomit forth, disgorge, of Charybdis, ὅτ' ἐξεμέσειε . . Od.12.237; ὄφρ' ἐξεμέσειεν ὀπίσσω .. ib.437: aor. 1 ἐξήμησε Hes.Th.497 codd.; ἐ. τὸ νόσημα Pl.R.406d; πάντα ἐ. ἀκριβῶς Diocl.Fr.139; λώπιον μεστὸν ὧν ἐξήμεσε κακῶν IG4.952.128 (Epid.): metaph., disgorge ill-gotten gains, τὰ τάλαντα Ar.Ach.6; ἅττ' ἂν κεκλόφωσί μου Id.Eq.1148: abs., Lib.Or.63.22; also νειόθεν ἐξεμέσαι Cerc.4.55; also of rejecting an opinion, Gal.5.325. 2 abs., vomit, be sick, Ar.Ra.11.

German (Pape)

[Seite 877] (s. ἐμέω), ausspeien; ἐξεμέσειε Od. 12, 237. 437, von der Charybdis; Ar. Ach. 561, u. öfter absolut, sich erbrechen; ἐξεμέσαι τὸ νόσημα Plat. Rep. III, 406 b; Sp.; ἐξεμεθήσεται LXX. Bei Hes. Th. 497 λίθον ἐξήμησε, richtiger ἐξήμεσσε.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεμέω: μέλλ. -έσω, ἐξεμῶ, «ξερνῶ», ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, ἦ τοι ὅτ’ ἐξεμέσειε Ὀδ. Μ. 237· ὄφρ’ ἐξεμέσειεν ὀπίσσω αὐτόθι 437· πρβλ. Ἡσ. Θ. 497 (ἔνθαπαράδοξος ἀόρ. ἐξήμησε ἴσως ἔπρεπε νὰ διορθωθῇ ἐξήμεσσε)· ἐξεμέσαι τὸ νόσημα Πλάτ. Πολ. 406D· μεταφ., τοῖς πέντε ταλάντοις οἷς Κλέων ἐξήμεσεν Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 6· ἅττ’ ἂν κεκλόφωσί μου ὁ αὐτ. Ἱππ. 1148. 2) ἀπολ., ἐμῶ, «ξερνῶ», ὁ αὐτ. Ἀχ. 586, Βάτρ. 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἐξεμέσω, ao. ἐξήμεσα;
vomir.
Étymologie: ἐξ, ἐμέω.

English (Autenrieth)

aor. opt. -έσειε: belch out, disgorge, Od. 12.237 and 437.

Greek Monotonic

ἐξεμέω: μέλ. -έσω,
1. κάνω εμετό, ξερνώ, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., επιστρέφω κάτι κλεμμένο, σε Αριστοφ.
2. απόλ., ξερνώ, αδιαθετώ, αρρωσταίνω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεμέω:
1) изрыгать, отрыгать (ἁλμυρόν ὕδωρ Hom.; λίθον Hes.; τὰς κόγχας Arst.; χολήν Plut.): ἐξεμέσαι τὸ νόσημα Plat. благодаря рвоте освободиться от болезни;
2) иметь рвоту Arph.

Middle Liddell

fut. έσω
1. to vomit forth, disgorge, Od.:—metaph. to disgorge ill-gotten gear, Ar.
2. absol. to vomit, be sick, Ar.