ἐπεισπηδάω

From LSJ
Revision as of 12:55, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισπηδάω Medium diacritics: ἐπεισπηδάω Low diacritics: επεισπηδάω Capitals: ΕΠΕΙΣΠΗΔΑΩ
Transliteration A: epeispēdáō Transliteration B: epeispēdaō Transliteration C: epeispidao Beta Code: e)peisphda/w

English (LSJ)

A leap in upon, τοὺς εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας -ῶντες ἐφόνευον X.Cyr.3.3.64; τῷ ἄρχειν usurp, Philostr.VA2.31, cf. Just.Nov.42 Pr.: abs., Ar.Eq.363, D.47.56, D.C.67.17.

German (Pape)

[Seite 912] noch dazu hineinspringen, εἰς τὰς τάφρους Xen. Cyr. 3, 3, 64; absol., Ar. Equ. 363; Dem. 47, 56, ins Haus.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισπηδάω: καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -ήσομαι, ἐπιπηδῶ ἐντός, τοὺς δ’ εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον Ξεν. Κύρ. 3. 3. 64· μετὰ δοτ., ἐπεσπηδήσαντες τῷ ἄρχειν ξυνέσχον τὰ κοινὰ Φιλόστρ. σ. 73, 1, ἔκδ. Kayser, Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Δημ. 1156. 8, Δίων Κ. 67, 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’élancer dans pour tomber sur.
Étymologie: ἐπί, εἰσπηδάω.

Greek Monotonic

ἐπεισπηδάω: μέλ. -ήσομαι, πηδώ πάνω σε, εἴς τι, σε Ξεν.· απόλ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισπηδάω:
1) (вслед за кем-л.) соскакивать, спрыгивать (εἰς τὰς τάφρους Xen.);
2) устремляться, врываться Arph., Dem.

Middle Liddell

fut. -ήσομαι
to leap in upon, εἴς τι Xen.; absol., Ar.