ἐρείκιον

From LSJ
Revision as of 09:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρείκιον Medium diacritics: ἐρείκιον Low diacritics: ερείκιον Capitals: ΕΡΕΙΚΙΟΝ
Transliteration A: ereíkion Transliteration B: ereikion Transliteration C: ereikion Beta Code: e)rei/kion

English (LSJ)

τό,
A crumbly pastry, = ἴτριον, Gal.19.100.
II ἐρίκια, τά, heath-plants, PLond.3.905 (ii A.D.).

Greek Monolingual

ἐρείκιον, τὸ (Α)
1. είδος γλυκίσματος που αποτελείται από αλεύρι, σουσάμι και μέλι (αλλ. ίτριον)
2. πληθ. τὰ ἐρείκια
εκτάσεις φυτεμένες με το φυτό ερείκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκη + κατάλ. υποκορ. -ιον, από το οποίο με σίγηση του αρχικού άτονου ε- προήλθε το ρείκι].