ἐχιδνότοκος

From LSJ
Revision as of 16:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχιδνότοκος Medium diacritics: ἐχιδνότοκος Low diacritics: εχιδνότοκος Capitals: ΕΧΙΔΝΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: echidnótokos Transliteration B: echidnotokos Transliteration C: echidnotokos Beta Code: e)xidno/tokos

English (LSJ)

ον, A born of a viper, Anon.Prog.9in Rh.1.626 W.

German (Pape)

[Seite 1126] natternerzeugt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδνότοκος: -ον, ὁ γεννηθεὶς ἐξ ἐχίδνης, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 85D, κλ.

Greek Monolingual

ἐχιδνότοκος, -ον (ΑΜ)
ο γεννημένος από έχιδνα
μσν.
μτφ. ο γεννημένος από αμαρτωλή ή κακεντρεχή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρτί-τοκος, πυρί-τοκος].