ἑλλεβοροποσία
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡ, drinking of hellebore, Hp.Epid.5.83.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, das Trinken des Nieswurztrankes, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλλεβοροποσία: ἡ, τὸ πίνειν ἑλλέβορον, Ἱππ. 1160Β.
Greek Monolingual
ἑλλεβοροποσία, η (Α)
πόση ελλεβόρου για θεραπευτικούς σκοπούς.