ἰσήγορος

From LSJ
Revision as of 16:11, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσήγορος Medium diacritics: ἰσήγορος Low diacritics: ισήγορος Capitals: ΙΣΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: isḗgoros Transliteration B: isēgoros Transliteration C: isigoros Beta Code: i)sh/goros

English (LSJ)

ον, A enjoying equal right of speech, enjoying freedom of speech, Poll.6.174.

German (Pape)

[Seite 1263] gleichberechtigt zu sprechen, Poll. 6, 174.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσήγορος: -ον, ἔχων ἴσην ἐλευθερίαν ἐν τῷ λέγειν, Πολυδ. Ϛ,΄ 174.

Greek Monolingual

ἰσήγορος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίση ελευθερία λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήγορος (< ἀγορά) —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. κατ-ήγορος, συν-ήγορος].