ἰξίον
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
τό, A leaf of χαμαιλέων λευκός( = ἰξία ΙΙ), Gal.19.106.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξίον: τό, τὸ φύλλον τοῦ φυτοῦ ἰξία, Γαλην. Λεξ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ ἰξός, Νικήτ. Εὐγ. 2. 130.
Greek Monolingual
ἰξίον, τὸ (ΑΜ)
μσν.
υποκορ. του ιξός
αρχ.
το φύλλο του φυτού χαμαιλέων ο λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξία. Με τη μσν. σημασία < ἰξός + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. βιβλ-ίον, παιδ-ίον)].