ἱεροσύλημα

From LSJ
Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροσῡλημα Medium diacritics: ἱεροσύλημα Low diacritics: ιεροσύλημα Capitals: ΙΕΡΟΣΥΛΗΜΑ
Transliteration A: hierosýlēma Transliteration B: hierosylēma Transliteration C: ierosylima Beta Code: i(erosu/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, sacrilegious plunder, LXX 2 Ma.4.39; sacrilege, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1243] τό, das aus einem Tempel Geraubte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροσύλημα: τό, ἱερόσυλος διαρπαγή, κλοπὴ δι’ ἱεροσυλίας, ἱεροσυλία, γενομένων δὲ πολλῶν ἱεροσυλημάτων κατὰ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 39). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἱεροσυλημάτων· τῶν κλοπῶν τοῦ ἱεροῦ».

Greek Monolingual

το (Α ἱεροσύλημα) ιεροσυλώ
νεοελλ.
το αντικείμενο που προέρχεται από ιεροσυλία, το ιερό αντικείμενο που έχει κλαπεί από ναό
αρχ.
η ενέργεια του ιεροσυλώ, κλοπή ή διαρπαγή ιερών αντικειμένων, ιεροσυλία.