ἱστιορράφος

From LSJ
Revision as of 16:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστιορράφος Medium diacritics: ἱστιορράφος Low diacritics: ιστιορράφος Capitals: ΙΣΤΙΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: histiorráphos Transliteration B: histiorraphos Transliteration C: istiorrafos Beta Code: i(stiorra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (ῥάπτω) A sailpatcher, CIG9175, Poll.7.160. 2 metaph., tricky, cheating fellow, Ar.Th.935:—also ἱστιαρράφος, Gramm.in Reitzenstein Ind.Lect. Rost.1892/3p.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστιορράφος: ᾰ, ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων ἢ ἐπισκευάζων ἱστία, Συλλ. Ἐπιγρ. 9175, Πολυδ. Ζ΄. 160. 2) μεταφ., μηχανορράφος, δολοπλόκος, ἀπατηλός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 935.

Greek Monolingual

ἱστιορράφος και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)
1. αυτός που ράβει ή επισκευάζει ιστία
2. δολοπλόκος, μηχανορράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. μηχανο-ρράφος, νευρο-ρράφος].

Russian (Dvoretsky)

ἱστιορράφος: (ᾰ) ὁ досл. парусный мастер, парусник, ирон. мошенник Arph.