ὀσμώδης
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ες, A = ὀσμήρης, Arist.Sens.443a13 : Comp. ὀδμωδέστερα Thphr.CP2.16.1: Sup. ὀσμωδέστατα Id.Sens.20.
German (Pape)
[Seite 396] ες, = ὀσμήρης, Arist. de sens. 5, 4; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσμώδης: -ες, = ὀσμήρης, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 4· Συγκριτ. ὀσμωδέστερα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 1, ὑπερθ. -έστατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 20.
Greek Monolingual
ὀσμώδης, -ῶδες (Α) οσμή
πλήρης οσμής, οσμήρης.
Russian (Dvoretsky)
ὀσμώδης: обладающий запахом, пахучий (ξύλα Arst.).